ζαμπουνιάρης, -α, -ικο

ζαμπουνιάρης, -α, -ικο
βλ. ζαμπούνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζαμπούνης, -α, -ικο — και ζαμπουνιάρης, α, ικο 1. αρρωστιάρης: Πάλι αρρώστησε ο ζαμπουνιάρης. 2. άρρωστος, κακοδιάθετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”